- διατρίβοντες
- διατρί̱βοντες , διατρίβωrub hardpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PORTICUS — I. PORTICUS Romaeplures fuêre: in his Livia, et Octavia, ab Augusto aedificatae. Una in via sacra iuxta templum Pacis, cuius meminit Ovid. l. 6. Fast. v. 639. Disce tamen veniens aetas: ubi Livia nunc est Porticus, immensa tecta fuêre domus.… … Hofmann J. Lexicon universale
επαναμένω — ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α) 1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῑοι διατρίβοντες», Ηρόδ.) 2. απλώς, περιμένω κάποιον και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν» ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω,… … Dictionary of Greek
χαρακίας — ὁ, ΜΑ μσν. είδος ψαριού αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης 2. το φυτό τιθύμαλλος*, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek